- εἰλαπίναι
- εἰλαπίνηsolemn feastfem nom/voc plεἰλαπίνᾱͅ , εἰλαπίνηsolemn feastfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἰλαπίν' — εἰλαπίναι , εἰλαπίνη solemn feast fem nom/voc pl εἰλαπίνᾱͅ , εἰλαπίνη solemn feast fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύηση — Τυπική ιεροτελεστία των αρχαίων Ελλήνων και των Ρωμαίων, με την οποία γινόταν η εισαγωγή στα μυστήρια. Ο όρος υιοθετήθηκε από την εθνολογία για να προσδιορίσει διάφορες τελετές των πρωτόγονων λαών, που παρουσιάζουν πολυάριθμες αναλογίες με τη… … Dictionary of Greek